ιδιόπλασμα

ιδιόπλασμα
το
ένας από τους δύο τύπους πρωτοπλάσματος — ο άλλος λέγεται τροφόπλασμα — φορέας τών κληρονομικών ιδιοτήτων τού κυττάρου και παράγοντας τής υλοποίησής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. idioplasm < idio- (πρβλ. ιδιο-) + -plasm (πρβλ. πλάσμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ολογένεση — (Βιολ.). θεωρία που επεξηγεί την εξέλιξη και διατυπώθηκε από τον Ιταλό βιολόγο Ντ. Ρόζα. Κατά τον Ρόζα, το εξελικτικό μέλλον ενός είδους βρίσκεται «εν δυνάμει» μέσα στο ιδιόπλασμά του. Η λέξη ιδιόπλασμα αντιστοιχεί εδώ με τον σύγχρονο όρο… …   Dictionary of Greek

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”